Το αηδόνι

Από το βιβλίο «Ιστορίες για να ονειρεύεσαι… Παιχνίδια για να μεγαλώνεις…», των Δάφνης Φιλίππου και Πόλας Καραντάνα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Ιστορία βασιμένη σε αφήγηση της Αιμιλίας Τζανέτου. Διασκευή: Πόλα Καραντάνα

 

Τον καιρό εκείνο που ο Δημιουργός έφτιαχνε την πλάση, πρώτα πρώτα έφτιαξε τη γη. Σμίλεψε τα βουνά, έστρωσε τους κάμπους, χάραξε τα ποτάμια, όρισε τους ωκεανούς. Ύστερα έφτιαξε λογής λογής πλάσματα, ζώα και φυτά, και γέμισε μ’ αυτά τη στεριά και τα νερά. Έτοιμη η γη.

Ύστερα έφτιαξε τον ουρανό με τ’ άστρα. Έτοιμο το στερέωμα.

Τα κοίταξε καλά καλά, κι έκατσε και συλλογίστηκε ότι κάτι έλειπε ανάμεσα στη γη και το στερέωμα. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε… Τι να λείπει; Τι να λείπει; Κι έπειτα πήρε χρώματα. Λίγο απ’ όλα τα χρώματα της γης και τ’ ουρανού. Πράσινο απ’ τους χλωρούς κάμπους και γαλάζιο απ’ τους αιθέρες, κόκκινο απ’ τη λάβα και χρυσό απ’ τα στάχυα, βαθύ μπλε απ’ τον ωκεανό και σταχτί απ’ τα σύννεφα της βροχής, καστανό απ’ το φρέσκο χώμα και μαβί από τα βουνά, κίτρινο απ’ τις μαργαρίτες και ροδί απ’ την αυγούλα, άσπρο απ’ το μαλακό χιόνι και μαύρο απ’ τη νύχτα πήρε.

Ύστερα έκατσε κι έφτιαξε τον κόσμο των πουλιών. Όλων των ειδών τα πουλιά έφτιαξε. Μεγάλα και μικρά, λιγνά και παχουλά, με ράμφη ίσια και γαμψά, με πόδια κοντά και ψηλά, με μάτια μεγάλα και λαμπερά, κι άλλα, με μικρούτσικα σχιστά, με λοφία πλούσια και με φτερά ισχνά, και τα στόλισε με χίλια δυο χρώματα. Τελευταίο έφτιαξε τ’ αηδόνι. Μα τα φτερά και τα χρώματα που είχαν απομείνει ήταν λίγα. Κι επειδή ο Δημιουργός ήθελε να είναι δίκαιος, σκέφτηκε: «Σε τούτο το μικρό πουλί θα δώσω όμορφη φωνή!»

Έτσι γίνηκε τ’ αηδόνι. Κι όταν λάλησε, όλα τ’ άλλα σώπασαν. Η  φωνή του αντήχησε πέρα στους κάμπους κι έφτασε πάνω, ως τα ψηλά βουνά. Ο άνεμος έπαψε το βουητό και οι ψίθυροι τους δάσους κόπασαν. Τα σύννεφα σταμάτησαν για λίγο το βιαστικό ταξίδι τους και τα στάχυα ψήλωσαν για ν’ αφουγκραστούν την απρόσμενη μελωδία. Τα έντομα διέκοψαν το ζουζουνητό τους και τα λουλούδια ξαφνιάστηκαν χαρμόσυνα. Μέχρι και τα μικρά χαμομήλια έγειραν εκστατικά τα κίτρινα κεφαλάκια τους. Ο ουρανός άνοιξε διάπλατα και ο ήλιος γέλασε πιο λαμπρά από ποτέ. Λαμπρή ήταν εκείνη η ώρα και για τον κόσμο των πουλιών. Όλα άκουγαν μαγεμένα. Ασάλευτα. Μόνο το χιόνι, παγωμένο από καιρό, σάλεψε. Μαλακωμένο απ’ το γλυκό τραγούδι του αηδονιού, άρχισε να λιώνει σε μικρά ρυάκια και να τρέχει κελαρυστά στις ποταμιές, για να φτάσει στον μεγάλο ωκεανό και να φέρει το μήνυμα σ’ όλα τα πλάσματα μέχρι τα τρίσβαθα: «Λάλησε τ’ αηδόνι! Λάλησε τ’ αηδόνι!»